ItalianoGreco


effettìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [effetˈtivo]

1 ενεργή ισχύς
2 μόνιμο μέλος
3 μόνιμος στρατιωτικός

effettìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [effetˈtivo]

πραγματικός (-ή, -ό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---