ItalianoGreco


effettività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [effettiviˈta]

1 επικαιρότητα
2 πραγματικότητα
3 δυναμικότητα
4 ισχύς
5 επενέργεια
6 επίδραση
7 επίκαιρο γεγονός
8 επίπτωση
9 ρεαλισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---