Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeffeminatézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [effeminaˈtettsa] 1 θηλυπρεπής συμπεριφορά 2 εκθήλυνση 3 θηλυπρέπεια 4 θηλυκότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |