Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


effemerotèca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [effe,mɛroˈtɛka]

βιβλιοθήκη με εφημερίδες και περιοδικά (χρησιμοποίησε καλύτερα το emeroteca)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  effemeride effeminare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

efelide (θηλ.ουσ)
efemera (θηλ.ουσ)
Efeso (κύρ.όν. θηλ.)
effe (ουσ αρσ και θηλ.)
effemeride (θηλ.ουσ)
effemeroteca (θηλ.ουσ)
effeminare (ρ. μτβ.)
effeminarsi (ρ.μ. (αντων.))
effeminatezza (θηλ.ουσ)
effeminato (ουσ αρσ )
effeminato (επίθ.)
effendi (ουσ αρσ )
efferatezza (θηλ.ουσ)
efferato (επίθ.)
efferente (επίθ.)
effervescente (επίθ.)
effervescenza (θηλ.ουσ)
effettivamente (επίρ.)
effettività (θηλ.ουσ)
effettivo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---