Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


effeminàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [effemiˈnato]

1 ομοφυλόφιλος
2 θηλυπρεπής άντρας
3 πουσταριό
4 πούστης

effeminàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [effemiˈnato]

1 εκθηλυμένος
2 θηλυπρεπής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  effeminatezza effendi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

effemeride (θηλ.ουσ)
effemeroteca (θηλ.ουσ)
effeminare (ρ. μτβ.)
effeminarsi (ρ.μ. (αντων.))
effeminatezza (θηλ.ουσ)
effeminato (ουσ αρσ )
effeminato (επίθ.)
effendi (ουσ αρσ )
efferatezza (θηλ.ουσ)
efferato (επίθ.)
efferente (επίθ.)
effervescente (επίθ.)
effervescenza (θηλ.ουσ)
effettivamente (επίρ.)
effettività (θηλ.ουσ)
effettivo (ουσ αρσ )
effettivo (επίθ.)
effetto (ουσ αρσ )
effettore (ουσ αρσ )
effettuabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---