Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


edulcorànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [edulkoˈrante]

γλυκαντική ουσία

edulcorànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [edulkoˈrante]

γλυκαντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  educazione edulcorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

educatamente (επίρ.)
educativo (επίθ.)
educato (επίθ.)
educatore (ουσ αρσ )
educazione (θηλ.ουσ)
edulcorante (ουσ αρσ )
edulcorante (επίθ.)
edulcorare (ρ. μτβ.)
edule (επίθ.)
efebico (επίθ.)
efebo (ουσ αρσ )
efedrina (θηλ.ουσ)
efelide (θηλ.ουσ)
efemera (θηλ.ουσ)
Efeso (κύρ.όν. θηλ.)
effe (ουσ αρσ και θηλ.)
effemeride (θηλ.ουσ)
effemeroteca (θηλ.ουσ)
effeminare (ρ. μτβ.)
effeminarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---