Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeducazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [edukatˈtsjone] η ανατροφή, η μόρφωση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαeducazione [θηλ.] fisica = η φυσική αγωγή || non hai un briciolo di educazione = δεν έχεις κουπούτσι μυαλό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |