Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


efflùsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [efˈflusso]

1 ρύση
2 απορροή
3 ανάβρυση
4 εκροή
5 ροή προς τα έξω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  effluire effluvio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

efflorescente (επίθ.)
efflorescenza (θηλ.ουσ)
effluente (ουσ αρσ )
effluente (επίθ.)
effluire (ρ.αμτβ.)
efflusso (ουσ αρσ )
effluvio (ουσ αρσ )
effondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
effondersi (ρ.μ. (αντων.))
effrazione (θηλ.ουσ)
effrenato (επίθ.)
effusione (θηλ.ουσ)
effusivo (επίθ.)
effusore (αρσ. επίθ και ουσ)
efod (ουσ αρσ )
eforato (ουσ αρσ )
eforo (ουσ αρσ )
egalitario (αρσ. επίθ και ουσ)
egemone (ουσ αρσ )
egemone (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---