Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόegèmone
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eˈʤɛmone] 1 ηγεμόνας 2 ηγήτορας 3 αρχηγέτης egèmone επίθετο Προσφορά I.P.A.: [eˈʤɛmone] 1 ηγεμονικός 2 επιβλητικός 3 κυριαρχικός 4 μεγαλοπρεπής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |