Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ègida  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛʤida]

1 προστασία
2 αιγίς
3 αιγίδα
4 ασπίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  egeo Egina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

egemone (ουσ αρσ )
egemone (επίθ.)
egemonia (θηλ.ουσ)
egemonico (επίθ.)
egeo (ουσ αρσ )
egida (θηλ.ουσ)
Egina (κύρ.όν. θηλ.)
egioco (αρσ. επίθ και ουσ)
egira (θηλ.ουσ)
Egisto (κύρ.όν. θηλ.)
Egitto (ουσ αρσ )
egittologia (θηλ.ουσ)
egittologo (ουσ αρσ )
egiziano (αρσ. επίθ και ουσ)
egizio (αρσ. επίθ και ουσ)
eglantina (θηλ.ουσ)
eglefino (ουσ αρσ )
egli (προσωπ. αντων.)
egloga (θηλ.ουσ)
ego (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---