Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ègira, egìra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛʤira], [eˈʤira]

εγίρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  egioco Egisto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

egemonico (επίθ.)
egeo (ουσ αρσ )
egida (θηλ.ουσ)
Egina (κύρ.όν. θηλ.)
egioco (αρσ. επίθ και ουσ)
egira (θηλ.ουσ)
Egisto (κύρ.όν. θηλ.)
Egitto (ουσ αρσ )
egittologia (θηλ.ουσ)
egittologo (ουσ αρσ )
egiziano (αρσ. επίθ και ουσ)
egizio (αρσ. επίθ και ουσ)
eglantina (θηλ.ουσ)
eglefino (ουσ αρσ )
egli (προσωπ. αντων.)
egloga (θηλ.ουσ)
ego (ουσ αρσ )
egocentricità (θηλ.ουσ)
egocentrico (ουσ αρσ )
egocentrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---