Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


egocèntrico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [egoˈʧɛntriko]

1 φιλοτομαριστής
2 εγωιστής άνθρωπος

egocèntrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [egoˈʧɛntriko]

1 εγωιστής
2 εγωιστικός
3 εγωκεντρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  egocentricità egocentrismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eglefino (ουσ αρσ )
egli (προσωπ. αντων.)
egloga (θηλ.ουσ)
ego (ουσ αρσ )
egocentricità (θηλ.ουσ)
egocentrico (ουσ αρσ )
egocentrico (επίθ.)
egocentrismo (ουσ αρσ )
egoismo (ουσ αρσ )
egoista (ουσ αρσ και θηλ.)
egoista (επίθ.)
egoistico (επίθ.)
egotismo (ουσ αρσ )
egotista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
egotistico (επίθ.)
egregio (επίθ.)
egretta (θηλ.ουσ)
eguale (επίθ.)
egualitario (αρσ. επίθ και ουσ)
egualitarismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---