Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


egocentrìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [egoʧenˈtrizmo]

1 εγωλατρία
2 εγωισμός
3 φιλαυτία
4 εγωμανία
5 εγωκεντρισμός
6 εγωπάθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  egocentrico egoismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

egloga (θηλ.ουσ)
ego (ουσ αρσ )
egocentricità (θηλ.ουσ)
egocentrico (ουσ αρσ )
egocentrico (επίθ.)
egocentrismo (ουσ αρσ )
egoismo (ουσ αρσ )
egoista (ουσ αρσ και θηλ.)
egoista (επίθ.)
egoistico (επίθ.)
egotismo (ουσ αρσ )
egotista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
egotistico (επίθ.)
egregio (επίθ.)
egretta (θηλ.ουσ)
eguale (επίθ.)
egualitario (αρσ. επίθ και ουσ)
egualitarismo (ουσ αρσ )
eh (επιφ.)
ehi (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---