Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


egrègio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈgrɛʤo]

1 επιφανής
2 εξαιρετικός
3 ξακουστός
4 αριστούχος
5 αξιοπρόσεκτος
6 διαπρεπής
7 αξιότιμος
8 διάσημος
9 διακεκριμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  egotistico egretta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

egoista (επίθ.)
egoistico (επίθ.)
egotismo (ουσ αρσ )
egotista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
egotistico (επίθ.)
egregio (επίθ.)
egretta (θηλ.ουσ)
eguale (επίθ.)
egualitario (αρσ. επίθ και ουσ)
egualitarismo (ουσ αρσ )
eh (επιφ.)
ehi (επιφ.)
ehilà (επιφ.)
ehm (επιφ.)
eiaculare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
eiaculatore (επίθ.)
eiaculatorio (επίθ.)
eiaculazione (θηλ.ουσ)
eiettabile (επίθ.)
eiettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---