Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeiaculazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ejakulatˈtsjone] 1 αποσπερματισμός 2 εκτόξευση υγρού από σωλήνα 3 εκσπερμάτωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |