Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eiettóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ejetˈtore]

1 εκβάλλων
2 εξολκέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eiettare eiezione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eiaculatore (επίθ.)
eiaculatorio (επίθ.)
eiaculazione (θηλ.ουσ)
eiettabile (επίθ.)
eiettare (ρ. μτβ.)
eiettore (ουσ αρσ )
eiezione (θηλ.ουσ)
einsteiniano (επίθ.)
einsteinio (ουσ αρσ )
elaborare (ρ. μτβ.)
elaboratezza (θηλ.ουσ)
elaborato (ουσ αρσ )
elaborato (επίθ.)
elaboratore (αρσ. επίθ και ουσ)
elaborazione (θηλ.ουσ)
elargire (ρ. μτβ.)
elargizione (θηλ.ουσ)
elasticità (θηλ.ουσ)
elasticizzato (επίθ.)
elastico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---