Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elaboràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [elaboˈrato]

1 ανακοίνωση επιστημονική
2 δημοσίευση επιστημονική

elaboràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [elaboˈrato]

1 λεπτομερής
2 επεξεργασμένος με ακρίβεια
3 κατεργασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elaboratezza elaboratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eiezione (θηλ.ουσ)
einsteiniano (επίθ.)
einsteinio (ουσ αρσ )
elaborare (ρ. μτβ.)
elaboratezza (θηλ.ουσ)
elaborato (ουσ αρσ )
elaborato (επίθ.)
elaboratore (αρσ. επίθ και ουσ)
elaborazione (θηλ.ουσ)
elargire (ρ. μτβ.)
elargizione (θηλ.ουσ)
elasticità (θηλ.ουσ)
elasticizzato (επίθ.)
elastico (ουσ αρσ )
elastico (επίθ.)
elastomero (ουσ αρσ )
elaterio (ουσ αρσ )
elce (ουσ αρσ και θηλ.)
eldorado (ουσ αρσ )
eleatico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---