ItalianoGreco


elasticità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [elastiʧiˈta]

1 ελαστικότητα
2 ανθεκτικότητα
3 ανεκτικότητα σε άλλες διαφορετικές απόψεις
4 σβελτάδα
5 ευστροφία
6 ευκαμψία
7 αντοχή
8 ευκινησία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---