Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elefantésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [elefanˈtesko]

1 τεράστιος
2 ελεφάντινος
3 ελεφαντένιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elefante elefantessa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eldorado (ουσ αρσ )
eleatico (αρσ. επίθ και ουσ)
eleatismo (ουσ αρσ )
electron (ουσ αρσ )
elefante (ουσ αρσ )
elefantesco (επίθ.)
elefantessa (θηλ.ουσ)
elefantiaco (επίθ.)
elefantiasi (θηλ.ουσ)
elegante (επίθ.)
elegantone (ουσ αρσ )
eleganza (θηλ.ουσ)
eleggere (ρ. μτβ.)
eleggibile (αρσ. επίθ και ουσ)
eleggibilità (θηλ.ουσ)
elegia (θηλ.ουσ)
elegiaco (αρσ. επίθ και ουσ)
elektron (ουσ αρσ )
elementare (επίθ.)
elementari (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---