Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elegantóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eleganˈtone]

1 δανδής
2 τζιτζιφιόγκος
3 κομψευόμενος
4 ντιστεγκές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elegante eleganza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elefantesco (επίθ.)
elefantessa (θηλ.ουσ)
elefantiaco (επίθ.)
elefantiasi (θηλ.ουσ)
elegante (επίθ.)
elegantone (ουσ αρσ )
eleganza (θηλ.ουσ)
eleggere (ρ. μτβ.)
eleggibile (αρσ. επίθ και ουσ)
eleggibilità (θηλ.ουσ)
elegia (θηλ.ουσ)
elegiaco (αρσ. επίθ και ουσ)
elektron (ουσ αρσ )
elementare (επίθ.)
elementari (θηλ. ουσ πληθ.)
elementarità (θηλ.ουσ)
elementarizzare (ρ. μτβ.)
elemento (ουσ αρσ )
elemosina (θηλ.ουσ)
elemosinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---