Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elemòsina  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eleˈmɔzina]

η ελεημοσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elemento elemosinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elementare (επίθ.)
elementari (θηλ. ουσ πληθ.)
elementarità (θηλ.ουσ)
elementarizzare (ρ. μτβ.)
elemento (ουσ αρσ )
elemosina (θηλ.ουσ)
elemosinare (ρ. μτβ.)
elemosiniere (αρσ. επίθ και ουσ)
Elena (θηλ.ουσ)
elencare (ρ. μτβ.)
elencazione (θηλ.ουσ)
elenco (ουσ αρσ )
eletta (θηλ.ουσ)
elettività (θηλ.ουσ)
elettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
eletto (ουσ αρσ )
eletto (επίθ.)
elettorale (επίθ.)
elettorato (ουσ αρσ )
elettore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---