Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elènco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈlɛnko]

1 (lista) ο κατάλογος
2 (tabellone) ο πίνακας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elencazione eletta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


elenco [αρσ.] telefonico = ο τηλεφωνικός κατάλογος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elemosinare (ρ. μτβ.)
elemosiniere (αρσ. επίθ και ουσ)
Elena (θηλ.ουσ)
elencare (ρ. μτβ.)
elencazione (θηλ.ουσ)
elenco (ουσ αρσ )
eletta (θηλ.ουσ)
elettività (θηλ.ουσ)
elettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
eletto (ουσ αρσ )
eletto (επίθ.)
elettorale (επίθ.)
elettorato (ουσ αρσ )
elettore (ουσ αρσ )
Elettra (θηλ.ουσ)
elettrauto (ουσ αρσ )
elettrice (θηλ.ουσ)
elettricista (ουσ αρσ και θηλ.)
elettricità (θηλ.ουσ)
elettrico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---