ItalianoGreco


elènco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈlɛnko]

1 (lista) ο κατάλογος
2 (tabellone) ο πίνακας


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


elenco [αρσ.] telefonico = ο τηλεφωνικός κατάλογος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---