Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elettrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eletˈtriʧe]

ψηφοφόρος (γυναίκα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elettrauto elettricista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elettorale (επίθ.)
elettorato (ουσ αρσ )
elettore (ουσ αρσ )
Elettra (θηλ.ουσ)
elettrauto (ουσ αρσ )
elettrice (θηλ.ουσ)
elettricista (ουσ αρσ και θηλ.)
elettricità (θηλ.ουσ)
elettrico (ουσ αρσ )
elettrico (επίθ.)
elettrificabile (επίθ.)
elettrificare (ρ. μτβ.)
elettrificazione (θηλ.ουσ)
elettrizzante (επίθ.)
elettrizzare (ρ. μτβ.)
elettrizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
elettrizzazione (θηλ.ουσ)
elettro (ουσ αρσ )
elettroacustica (θηλ.ουσ)
elettroacustico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---