Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elèttro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈlɛttro]

1 κίτρινο του ήλεκτρου
2 ήλεκτρο
3 κεχριμπάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elettrizzazione elettroacustica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elettrificazione (θηλ.ουσ)
elettrizzante (επίθ.)
elettrizzare (ρ. μτβ.)
elettrizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
elettrizzazione (θηλ.ουσ)
elettro (ουσ αρσ )
elettroacustica (θηλ.ουσ)
elettroacustico (επίθ.)
elettroaffinità (θηλ.ουσ)
elettrobiologia (θηλ.ουσ)
elettrobisturi (ουσ αρσ )
elettrocalamita (θηλ.ουσ)
elettrocardiografia (θηλ.ουσ)
elettrocardiografo (ουσ αρσ )
elettrocardiogramma (ουσ αρσ )
elettrocauterio (ουσ αρσ )
elettrochimica (θηλ.ουσ)
elettrochimico (επίθ.)
elettrochirurgia (θηλ.ουσ)
elettrochoc (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---