Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόelettoràle
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [elettoˈrale] εκλογικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcampagna [θηλ.] elettorale = η προεκλογική εκστρατεία || seggio [αρσ.] elettorale = το εκλογικό τμήμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |