Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elètta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eˈlɛtta]

1 επιλογή
2 ελίτ
3 εκλεκτοί (ελίτ)
4 επιλεγμένη εταιρεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elenco elettività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elemosiniere (αρσ. επίθ και ουσ)
Elena (θηλ.ουσ)
elencare (ρ. μτβ.)
elencazione (θηλ.ουσ)
elenco (ουσ αρσ )
eletta (θηλ.ουσ)
elettività (θηλ.ουσ)
elettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
eletto (ουσ αρσ )
eletto (επίθ.)
elettorale (επίθ.)
elettorato (ουσ αρσ )
elettore (ουσ αρσ )
Elettra (θηλ.ουσ)
elettrauto (ουσ αρσ )
elettrice (θηλ.ουσ)
elettricista (ουσ αρσ και θηλ.)
elettricità (θηλ.ουσ)
elettrico (ουσ αρσ )
elettrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---