elètto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [eˈlɛtto]
εκλεγμένο μέλος
elètto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [eˈlɛtto]
1 αιρετός
2 διακεκριμένος
3 επιλεγμένος
4 εκλεκτός
5 εκλεγμένος
6 ευγενής
7 επίλεκτος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [eˈlɛtto]
εκλεγμένο μέλος
elètto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [eˈlɛtto]
1 αιρετός
2 διακεκριμένος
3 επιλεγμένος
4 εκλεκτός
5 εκλεγμένος
6 ευγενής
7 επίλεκτος
permalink
eletto (ουσ αρσ )
eletto (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android