Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈlɛtto]

εκλεγμένο μέλος

elètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈlɛtto]

1 αιρετός
2 διακεκριμένος
3 επιλεγμένος
4 εκλεκτός
5 εκλεγμένος
6 ευγενής
7 επίλεκτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elettivo elettorale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elencazione (θηλ.ουσ)
elenco (ουσ αρσ )
eletta (θηλ.ουσ)
elettività (θηλ.ουσ)
elettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
eletto (ουσ αρσ )
eletto (επίθ.)
elettorale (επίθ.)
elettorato (ουσ αρσ )
elettore (ουσ αρσ )
Elettra (θηλ.ουσ)
elettrauto (ουσ αρσ )
elettrice (θηλ.ουσ)
elettricista (ουσ αρσ και θηλ.)
elettricità (θηλ.ουσ)
elettrico (ουσ αρσ )
elettrico (επίθ.)
elettrificabile (επίθ.)
elettrificare (ρ. μτβ.)
elettrificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---