Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elettrificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [elettrifiˈkare]

1 ηλεκτρίζω
2 κινώ με ηλεκτρισμό
3 εξηλεκτρίζω
4 ηλεκτροδοτώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elettrificabile elettrificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elettricista (ουσ αρσ και θηλ.)
elettricità (θηλ.ουσ)
elettrico (ουσ αρσ )
elettrico (επίθ.)
elettrificabile (επίθ.)
elettrificare (ρ. μτβ.)
elettrificazione (θηλ.ουσ)
elettrizzante (επίθ.)
elettrizzare (ρ. μτβ.)
elettrizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
elettrizzazione (θηλ.ουσ)
elettro (ουσ αρσ )
elettroacustica (θηλ.ουσ)
elettroacustico (επίθ.)
elettroaffinità (θηλ.ουσ)
elettrobiologia (θηλ.ουσ)
elettrobisturi (ουσ αρσ )
elettrocalamita (θηλ.ουσ)
elettrocardiografia (θηλ.ουσ)
elettrocardiografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---