Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόelettoràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [elettoˈrato] 1 σώμα εκλεκτόρων 2 εκλέκτορας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |