Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elèktron  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈlɛktron]

ηλεκτρόνιο (παλιά γραφή καλύτερα χρησιμοποίησε το electron)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elegiaco elementare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eleggere (ρ. μτβ.)
eleggibile (αρσ. επίθ και ουσ)
eleggibilità (θηλ.ουσ)
elegia (θηλ.ουσ)
elegiaco (αρσ. επίθ και ουσ)
elektron (ουσ αρσ )
elementare (επίθ.)
elementari (θηλ. ουσ πληθ.)
elementarità (θηλ.ουσ)
elementarizzare (ρ. μτβ.)
elemento (ουσ αρσ )
elemosina (θηλ.ουσ)
elemosinare (ρ. μτβ.)
elemosiniere (αρσ. επίθ και ουσ)
Elena (θηλ.ουσ)
elencare (ρ. μτβ.)
elencazione (θηλ.ουσ)
elenco (ουσ αρσ )
eletta (θηλ.ουσ)
elettività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---