Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eiaculàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ejakuˈlare]

1 εκσπερματώνω
2 εξακοντίζω υγρό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ehm eiaculatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

egualitarismo (ουσ αρσ )
eh (επιφ.)
ehi (επιφ.)
ehilà (επιφ.)
ehm (επιφ.)
eiaculare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
eiaculatore (επίθ.)
eiaculatorio (επίθ.)
eiaculazione (θηλ.ουσ)
eiettabile (επίθ.)
eiettare (ρ. μτβ.)
eiettore (ουσ αρσ )
eiezione (θηλ.ουσ)
einsteiniano (επίθ.)
einsteinio (ουσ αρσ )
elaborare (ρ. μτβ.)
elaboratezza (θηλ.ουσ)
elaborato (ουσ αρσ )
elaborato (επίθ.)
elaboratore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---