Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόegualitarìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [egwalitaˈrizmo] θεωρία της ισότητας των ανθρώπων (ανεξάρτητα από φύλο - ράτσα ή θρησκεία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |