Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ègo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛgo]

εγώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  egloga egocentricità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

egizio (αρσ. επίθ και ουσ)
eglantina (θηλ.ουσ)
eglefino (ουσ αρσ )
egli (προσωπ. αντων.)
egloga (θηλ.ουσ)
ego (ουσ αρσ )
egocentricità (θηλ.ουσ)
egocentrico (ουσ αρσ )
egocentrico (επίθ.)
egocentrismo (ουσ αρσ )
egoismo (ουσ αρσ )
egoista (ουσ αρσ και θηλ.)
egoista (επίθ.)
egoistico (επίθ.)
egotismo (ουσ αρσ )
egotista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
egotistico (επίθ.)
egregio (επίθ.)
egretta (θηλ.ουσ)
eguale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---