Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


egemonìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eʤemoˈnia]

1 αρχηγία
2 κυριαρχία
3 αρχηγική ικανότητα
4 ηγεσία
5 ηγεμονία
6 ανωτερότητα
7 υπεροχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  egemone egemonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eforato (ουσ αρσ )
eforo (ουσ αρσ )
egalitario (αρσ. επίθ και ουσ)
egemone (ουσ αρσ )
egemone (επίθ.)
egemonia (θηλ.ουσ)
egemonico (επίθ.)
egeo (ουσ αρσ )
egida (θηλ.ουσ)
Egina (κύρ.όν. θηλ.)
egioco (αρσ. επίθ και ουσ)
egira (θηλ.ουσ)
Egisto (κύρ.όν. θηλ.)
Egitto (ουσ αρσ )
egittologia (θηλ.ουσ)
egittologo (ουσ αρσ )
egiziano (αρσ. επίθ και ουσ)
egizio (αρσ. επίθ και ουσ)
eglantina (θηλ.ουσ)
eglefino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---