Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeffluènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [effluˈɛnte] 1 αναθυμίαση 2 εκπομπή 3 παραπόταμος effluènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [effluˈɛnte] 1 απόρρέων 2 εκρέων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |