Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


effrenato  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [effreˈnato]

1 ανεξέλεγκτος
2 ξεκαπίστρωτος
3 αχαλίνωτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  effrazione effusione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

efflusso (ουσ αρσ )
effluvio (ουσ αρσ )
effondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
effondersi (ρ.μ. (αντων.))
effrazione (θηλ.ουσ)
effrenato (επίθ.)
effusione (θηλ.ουσ)
effusivo (επίθ.)
effusore (αρσ. επίθ και ουσ)
efod (ουσ αρσ )
eforato (ουσ αρσ )
eforo (ουσ αρσ )
egalitario (αρσ. επίθ και ουσ)
egemone (ουσ αρσ )
egemone (επίθ.)
egemonia (θηλ.ουσ)
egemonico (επίθ.)
egeo (ουσ αρσ )
egida (θηλ.ουσ)
Egina (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---