Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


effóndere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [efˈfondere]

1 χύνω άφθονα
2 δίνω διέξοδο σε
3 διαχέω

effondersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [efˈfondersi]

1 διαδίδομαι
2 απλώνομαι
3 εξαπλώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  effluvio effrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

effluente (ουσ αρσ )
effluente (επίθ.)
effluire (ρ.αμτβ.)
efflusso (ουσ αρσ )
effluvio (ουσ αρσ )
effondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
effondersi (ρ.μ. (αντων.))
effrazione (θηλ.ουσ)
effrenato (επίθ.)
effusione (θηλ.ουσ)
effusivo (επίθ.)
effusore (αρσ. επίθ και ουσ)
efod (ουσ αρσ )
eforato (ουσ αρσ )
eforo (ουσ αρσ )
egalitario (αρσ. επίθ και ουσ)
egemone (ουσ αρσ )
egemone (επίθ.)
egemonia (θηλ.ουσ)
egemonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---