Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeffusióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [effuˈzjone] 1 εκροή 2 έξαρση 3 διάχυση 4 έκχυση 5 έκχυμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |