Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


efflùvio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [efˈfluvjo]

1 αναθυμίαση
2 ντορός ζώου
3 ευωδία
4 αναθυμίαμα
5 οσμή
6 απόπνοια
7 εκπομπή φωτονίων λόγω πυράκτωσης
8 πύρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  efflusso effondere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

efflorescenza (θηλ.ουσ)
effluente (ουσ αρσ )
effluente (επίθ.)
effluire (ρ.αμτβ.)
efflusso (ουσ αρσ )
effluvio (ουσ αρσ )
effondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
effondersi (ρ.μ. (αντων.))
effrazione (θηλ.ουσ)
effrenato (επίθ.)
effusione (θηλ.ουσ)
effusivo (επίθ.)
effusore (αρσ. επίθ και ουσ)
efod (ουσ αρσ )
eforato (ουσ αρσ )
eforo (ουσ αρσ )
egalitario (αρσ. επίθ και ουσ)
egemone (ουσ αρσ )
egemone (επίθ.)
egemonia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---