Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeffìmero
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [efˈfimero] 1 εφήμερος 2 ημερόβιος 3 προσωρινός 4 βραχύβιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |