Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


effìmero  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [efˈfimero]

1 εφήμερος
2 ημερόβιος
3 προσωρινός
4 βραχύβιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  effimera efflorescente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

efficientismo (ουσ αρσ )
efficienza (θηλ.ουσ)
effigiare (ρ. μτβ.)
effigie (θηλ.ουσ)
effimera (θηλ.ουσ)
effimero (αρσ. επίθ και ουσ)
efflorescente (επίθ.)
efflorescenza (θηλ.ουσ)
effluente (ουσ αρσ )
effluente (επίθ.)
effluire (ρ.αμτβ.)
efflusso (ουσ αρσ )
effluvio (ουσ αρσ )
effondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
effondersi (ρ.μ. (αντων.))
effrazione (θηλ.ουσ)
effrenato (επίθ.)
effusione (θηλ.ουσ)
effusivo (επίθ.)
effusore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---