Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dolcificàre (ρ. μτβ.) domànda (θηλ.ουσ)
dolcificazióne (θηλ.ουσ) domandàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dolcisonànte (επίθ.) domàni (ουσ αρσ )
dolciùme (ουσ αρσ ) domàni (επίρ.)
dolènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) domàre (ρ. μτβ.)
dolére (ρ.αμτβ.) domàto (επίθ.)
dolersi (ρ.μ. (αντων.)) domatóre (ουσ αρσ )
dolerìte (θηλ.ουσ) domattìna (επίρ.)
dolicocefalìa (θηλ.ουσ) domatùra (θηλ.ουσ)
dolicocèfalo (αρσ. επίθ και ουσ) doménica (θηλ.ουσ)
dòllaro (ουσ αρσ ) domenicàle (επίθ.)
dòlman (ουσ αρσ ) domenicàna (θηλ.ουσ)
dòlmen (ουσ αρσ ) domenicàno (ουσ αρσ )
dòlo (ουσ αρσ ) domèstica (θηλ.ουσ)
dolòmia (θηλ.ουσ) domesticàbile (επίθ.)
dolomìte (θηλ.ουσ) domesticàre (ρ. μτβ.)
dolomìtico (επίθ.) domestichézza (θηλ.ουσ)
dolorànte (επίθ.) domesticità (θηλ.ουσ)
doloràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) domèstico (ουσ αρσ )
dolóre (ουσ αρσ ) domèstico (επίθ.)
dolorìfico (επίθ.) domiciliàre (επίθ.)
doloróso (επίθ.) domiciliàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dolosità (θηλ.ουσ) domiciliarsi (ρ.μ. (αντων.))
dolóso (επίθ.) domiciliàto (επίθ.)
domàbile (επίθ.) domiciliazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: