Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bravàccio (ουσ αρσ ) brevettàre (ρ. μτβ.)
bravaménte (επίρ.) brevettàto (επίθ.)
bravàta (θηλ.ουσ) brevétto (ουσ αρσ )
braverìa (θηλ.ουσ) brevettuàle (επίθ.)
bràvo (ουσ αρσ ) breviàrio (ουσ αρσ )
bràvo (επίθ.) brevilìneo (επίθ.)
bravùra (θηλ.ουσ) breviloquènte (επίθ.)
bréccia (θηλ.ουσ) brevità (θηλ.ουσ)
brecciàme (ουσ αρσ ) brézza (θηλ.ουσ)
breccióso (επίθ.) bric–à–brac (ουσ αρσ )
brechtiàno (αρσ. επίθ και ουσ) brìcco (ουσ αρσ )
brefotròfio (ουσ αρσ ) bricconàggine (θηλ.ουσ)
brègma (ουσ αρσ ) bricconàta (θηλ.ουσ)
brénna (θηλ.ουσ) bricconcèllo (ουσ αρσ )
brènta (θηλ.ουσ) briccóne (αρσ. επίθ και ουσ)
brèntolo, bréntolo (ουσ αρσ ) bricconerìa (θηλ.ουσ)
bresàola (θηλ.ουσ) bricconésco (επίθ.)
bretàgna (θηλ.ουσ) brìciola (θηλ.ουσ)
bretèlla (θηλ.ουσ) brìciolo (ουσ αρσ )
brètone (ουσ αρσ και θηλ.) bricolage (ουσ αρσ )
brètone (επίθ.) bridge (ουσ αρσ )
brèttone (ουσ αρσ και θηλ.) bridgìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
brèttone (επίθ.) brìga (θηλ.ουσ)
brève (επίθ.) brigadière (ουσ αρσ )
brevettàbile (επίθ.) brigantàggio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: