ItalianoGreco


bricolage  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [brikoˈlaʒ]

1 ψευτομαστόρεμα
2 κατασκευή ερασιτέχνη
3 κάνε το μόνος σου (δουλειά ερασιτεχνική)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---