ItalianoGreco


bricconerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [brikkoneˈria]

1 βαγαποντιά
2 διαολιά
3 απάτη
4 παλιανθρωπιά
5 κουτσουκέλα
6 ζαβολιά
7 δολιότητα
8 δόλος
9 κατεργαριά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---