Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrìcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbrikko] 1 μπρίκι 2 στάμνα 3 τσουκάλι 4 βραστήρας τσαγιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |