Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrìciolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbriʧolo] το ίχνος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnon hai un briciolo di educazione = δεν έχεις κουπούτσι μυαλό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |