Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brìciolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbriʧolo]

το ίχνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  briciola bricolage  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


non hai un briciolo di educazione = δεν έχεις κουπούτσι μυαλό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bricconcello (ουσ αρσ )
briccone (αρσ. επίθ και ουσ)
bricconeria (θηλ.ουσ)
bricconesco (επίθ.)
briciola (θηλ.ουσ)
briciolo (ουσ αρσ )
bricolage (ουσ αρσ )
bridge (ουσ αρσ )
bridgista (ουσ αρσ και θηλ.)
briga (θηλ.ουσ)
brigadiere (ουσ αρσ )
brigantaggio (ουσ αρσ )
brigante (ουσ αρσ )
brigantesco (επίθ.)
brigantino (ουσ αρσ )
brigare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
brigata (θηλ.ουσ)
brigidino (ουσ αρσ )
briglia (θηλ.ουσ)
brillamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---