Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrìglia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈbriʎʎa] 1 χαλινάρι 2 λουρίδες καθοδήγησης 3 εργαλείο για πιάσιμο ή σφίξιμο 4 στήριγμα πλοίου 5 ηνίο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |