Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrillatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [brillaˈtura] 1 αποφλοίωση και γυάλισμα (ρυζιού) 2 φρέζα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |