Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brillànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [brilˈlantsa]

λαμπρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brillantina brillare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brillanté (ουσ αρσ )
brillante (επίθ.)
brillantemente (επίρ.)
brillantezza (θηλ.ουσ)
brillantina (θηλ.ουσ)
brillanza (θηλ.ουσ)
brillare (ρ.αμτβ.)
brillatoio (ουσ αρσ )
brillatura (θηλ.ουσ)
brillio (ουσ αρσ )
brillo (επίθ.)
brina (θηλ.ουσ)
brinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
brinata (θηλ.ουσ)
brindare (ρ.αμτβ.)
brindello (ουσ αρσ )
brindellone (ουσ αρσ )
brindisi (ουσ αρσ )
brinell (ουσ αρσ )
brinoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---