Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrinóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [briˈnoso], [briˈnozo] 1 παγερός 2 καλυμμένος με πάγο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |